Καραγκιόζης: Κάνε μπάντα ρε Χατζατζάρη και βιάζομαι.
Χατζηαβάτης: Γιατί πού πας ματάκια μου;
Καρ: Πάω να βρω το Μεγαλέξανδρο να σκοτώσουμε τα θηρία.
Χατζ: Και πού θα τα βρείτε ωρέ μυαλοκομένε τα θηρία; Στο «κατηραμένο σπήλαιο»;
Καρ: (Τον καρπαζώνει) Να ρε Χατζηχαβιάρη που θα κοροϊδέψεις κιόλας. Οι δρόμοι γιομίσανε αλλά εσύ δεν τα θωρείς. Α, νάτονε! Αλέξανδρε ε Μεγαλέξανδρε
Μέγας Αλέξανδρος: Τι είναι ρε Καραγκιόζη;
Καρ: Πάμε να σκοτώσουμε μερικά θηρία;
Μεγαλ: Να πάμε. Μα δείχνε μου τα εσύ που τα γνωρίζεις καλύτερα.
Καρ: Να! Η κυρά που άφησε το αυτοκίνητό της στη μέση του δρόμου το κλείδωσε και πάει για καφέ.
Μεγαλ: Πάει αυτή. Άλλος;
Καρ: Αυτός που με την κουρσάρα του έκοψε τη διάβαση των ΑΜΕΑ κι άλλος που πάρκαρε σε θέση που έχει κρατηθεί για αυτούς.
Μεγαλ: Πάνε κι αυτοί. Έχεις κι άλλους;
Καρ: Πώς δεν έχω; Τα μηχανάκια που περνάνε από τους πεζόδρομους με ταχύτητα και αδιάφοροι αν μανούλες κυκλοφορούν εκεί με τα μωρά τους στα καροτσάκια.
Μεγαλ: Αυτοί είναι πολλοί. Μόνο κάνε λίγο υπομονή μέχρι να τους ξεπαστρέψω. Και μετά;
Καρ: Μετά θέλω να βάλεις χέρι σε όλους όσοι θεωρούν ότι η πόλη είναι δικιά τους και κάνουν ότι τους καπνίσει. Βάρα τους από μια γερή καρπαζιά μήπως και βάλουν γνώση.
Μεγαλ: Καλά. Και με ποιούς άλλους τα έχεις;
Καρ: Με όλους όσοι βρωμίζουν με τα πλαστικά τους τη θάλασσα αλλά και τα βουνά, με όλους όσοι δεν καταλαβαίνουν ότι η Γη ανήκει στα παιδιά και τα εγγόνια τους και όχι σε αυτούς.
Μεγαλ: Πάει, θα πιαστεί το χέρι μου ρε Καραγκιόζη.
Καρ: Ε, καλά. Κάνε ότι κι όσα μπορείς κι εγώ σε ξαναβρίσκω όποτε γουστάρω.