Μπαρμπαγιώργος: Καραγκιόζη ανηψούδι μου έβγα μωρέ έξω που σε θέλω
Καραγκιόζης: Ίντα ναι μπάρμπα; Ίντα παθες;
Μπαρ: Εσύ μωρέ που ζεις στη Χώρα ξέρεις κανένα καλό γιατρό να με κοιτάξει; Έχω ένα σφάχτη στην πλάτη που με έχει τρελάνει.
Καρ: Γιατρό θες μπαρμπούλη μου; Ντα υπάρχει καλύτερος από εμένα;
Μπαρ: Τι λες μωρέ; Κι από πότε;
Καρ: Από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Μπάρμπα επτά πτυχία έχω και δώδεκα μεταπτυχιακά. Άσε τώρα που η άτιμη η κοινωνία δεν με άφησε να ορθοποδήσω. Κάτσε να σου δώσω ένα φάρμακο και θα γίνεις αμέσως περδίκι.
Μπαρ: Τι φάρμακο ρε;
Καρ: Να θα πάρεις μισό κιλό ασβέστη θα του ρίξεις μέσα νερό, κανέλα και ροδάκινα και θα πιεις δέκα κουταλιές.
Μπαρ: Και θα γίνω καλά ωρέ;
Καρ: Εγγυημένα. Μόνο σύρε να φτιάξεις συνταγή.
(Ο Μπαρμπαγιώργος φεύγει αλλά ξανάρχεται σε μισή ώρα κραδαίνοντας τη γκλίτσα του)
Μπαρ: Άτιμε των ατίμων. Με έσφαξες ωρέ με το φάρμακο που μου έδωσες.
Καρ: Την έκανες καλά τη συνταγή μπαρμπούλη;
Μπαρ: Όπως μου την είπες. Και πήγα και στο φαρμακοτρίφτη για να μου ζυγίσει τα υλικά.
Καρ: Μήπως έβαλες παραπάνω κανέλα;
Μπαρ: Μια σταλιά γιατί μ’ αρέσει.
Καρ: Ε, από κει την έπαθες μπάρμπα! Όμως για πες μου. Πονεί ακόμη η πλάτη σου;
Μπαρ: (Σκεπτικός) Όχι ωρέ. Μόνο το στομάχι μου με σφάζει.
Καρ: Ε, πήγαινε να πιεις καμιά δεκαριά ποτήρια νερό να σβήσει καλά καλά ο ασβέστης που μου ρθες να αμφισβητήσεις την αξία του μεγάλου προφέσορα.